Γρινιεζάκης Μακάριος, Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας

Ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ.κ. Μακάριος (Γρινιεζάκης), γεννήθηκε στὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης τὸ 1973. Τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του παρακολούθησε στὴ γενέτειρά του καὶ στὴ Ριζάρειο Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Εἶναι πτυχιοῦχος τῆς Ἀνωτέρας Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν καὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου. Μεταπτυχιακὲς σπουδὲς πραγματοποίησε στὰ Πανεπιστήμια τῆς Βοστώνης, (Master of Sacred Theology), τοῦ Harvard, (Master of Arts), καὶ τοῦ Monash, (Master of Bioethics), ἐνῶ ἡ διδακτορική του διατριβὴ ἐγκρίθηκε μὲ βαθμὸ «ἄριστα» ἀπὸ τὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης καὶ ἐκδόθηκε μὲ τὸν τίτλο: «Κλωνοποίηση: Θεραπευτικὲς καὶ ἀναπαραγωγικὲς προοπτικὲς καὶ ἐνδεχόμενες συνέπειες αὐτῆς».

Ἀπὸ τὸ 2003 διδάσκει στὴν Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία Κρήτης, παράλληλα διετέλεσε ἐπισκέπτης Καθηγητὴς διαφόρων Πανεπιστημίων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Tartu καὶ οἱ Ἰατρικὲς Σχολὲς τῶν Πανεπιστημίων Κρήτης, Θεσσαλίας καὶ Ἀθηνῶν. Τὸν Μάϊο τοῦ 2015 ἐξελέγη πρῶτος Κοσμήτορας τοῦ Τμήματος Σπουδῶν Ὀρθοδόξου Θεολογίας τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας.

Ἔγινε μοναχὸς καὶ Διάκονος τὸ 1993, Πρεσβύτερος τὸ 1997 καὶ Ἀρχιμανδρίτης τὸ 1998, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Ἐπανωσήφη, ἐνῶ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα τὸ 2008, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος τοῦ ἀπένειμε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ὑπηρέτησε ὡς Διάκονος στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἡρακλείου, ὡς ἐφημέριος στὴν ἐνορία Ἁγίου Νικολάου Χαρασοῦ Ἡρακλείου καὶ στὴν ἱστορικὴ κοινότητα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Southbridge τῶν Η.Π.Α. Διετέλεσε, στὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Κρήτης, Διευθυντὴς τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ, Πρόεδρος τῆς Διοικούσης Ἐπιτροπῆς τῆς Σχολῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, Διευθυντὴς τῆς Ἑστίας Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκπαιδεύσεως τῆς Πατριαρχικῆς Ἀκαδημίας, μέλος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς «Βιοηθικῆς καὶ Συγχρόνου Προβληματισμοῦ», Διευθυντὴς τοῦ Γραφείου Τύπου καὶ Ἱεροκήρυκας αὐτῆς ἀπὸ τὸ 2002 ἕως καὶ τὴν εἰς ἐπίσκοπον ἐκλογή του.

Ἵδρυσε καὶ διευθύνει τὴν Ἐκδοτικὴ Σειρὰ «Παντοδαπὰ τῆς Βιοηθικῆς», ἡ ὁποία τελεῖ ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ 2008 ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸν ὅρισε ἐκπρόσωπο στὴν Πανορθόδοξη Ἐπιτροπὴ Βιοηθικῆς, ἐνῶ τὸ 2018 Πρόεδρο στὴ Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ Βιοηθικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Ἔχει ἐκπροσωπήσει τὴ Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως σὲ διάφορες ἀποστολές, ἔχει προσκληθεῖ ὡς ὁμιλητὴς σὲ πολλὲς Μητροπόλεις τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἔχει δώσει διαλέξεις σὲ διεθνῆ ἐπιστημονικά, ἰατρικὰ καὶ θεολογικά, συνέδρια, τυγχάνει μέλος πολλῶν ἐπιστημονικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν καὶ ἔχει δημοσιεύσει ἄρθρα, μελέτες καὶ βιβλία.

Τὴν 27η Ἀπριλίου 2015 ἐξελέγη παμψηφεῖ ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Ἐπίσκοπος Χριστουπόλεως ὡς Βοηθὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Εἰρηναῖο στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἡρακλείου, τὴν 16ην Μαΐου τοῦ ἰδίου ἔτους, ἀναλαμβάνοντας τά, ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἀνατεθέντα σὲ αὐτὸν ὑψηλὰ καθήκοντα στὴν Αὐτόνομη Ἐκκλησία τῆς Ἐσθονίας, προκειμένου νά ὀργανώσει τὸ θεολογικὸ καὶ κατηχητικὸ ἔργο της.

Μετεῖχε στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Κρήτη, τὸ 2016, ὡς σύμβουλος τῆς Ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Τήν 9η Μαΐου 2019, ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μετὰ ἀπὸ εὐμενὴ πρόταση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ ἀφοῦ ἐξετίμησε τὴν θεολογικὴ καὶ θύραθεν παιδεία, τὴν συγγραφικὴ προσφορά, τὸ διοικητικὸ χάρισμα καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος τοῦ μέχρι τότε Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου, τὸν ἐξέλεξε παμψηφεῖ Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας